αποθάρρυνση

αποθάρρυνση
[-ις (-εως)] η
1) упадок духа, уныние; 2) трусость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποθάρρυνση" в других словарях:

  • αποθάρρυνση — η το χάσιμο του θάρρους, το δείλιασμα: Η αποθάρρυνσή του δε δικαιολογιόταν από τα πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποθάρρυνση — η 1. στέρηση ή έλλειψη θάρρους, αποκαρδίωση 2. η αποτροπή από του να κάνει κάποιος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Γεώργ. Παπασλιώτη] …   Dictionary of Greek

  • ανάκρουση — η (Α ἀνάκρουσις) [ἀνακρούω] μετακίνηση προς τα πίσω κατόπιν ωθήσεως, οπισθοδρόμηση, απώθηση νεοελλ. εκτέλεση μουσικού κομματιού από ορχήστρα αρχ. 1. αντίδραση στην αποθάρρυνση 2. (ως μουσ. όρος) αρχή μέλους, προοίμιο, προανάκρουσμα 3. (μετρ.)… …   Dictionary of Greek

  • απογοήτευση — η 1. αποθάρρυνση, μελαγχολία 2. διάψευση ελπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < απογοητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Κ. Πωπ, ως απόδοση του γαλλ. desenchantement] …   Dictionary of Greek

  • αποθαρρυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αποθάρρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ιωάννη Περβάνογλου] …   Dictionary of Greek

  • αποθαρρύνω — (Α ἀποθαρρύνω) [θαρρύνω] νεοελλ. προκαλώ σε κάποιον αποθάρρυνση, τον αποκαρδιώνω αρχ. ενθαρρύνω, παροτρύνω …   Dictionary of Greek

  • αποκαρδίωση — η 1. αποθάρρυνση 2. διάψευση των ελπίδων, απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαρδιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • αποκαρτέρηση — η (Α ἀποκαρτέρησις) εξάντληση της υπομονής, αποθάρρυνση αρχ. εκούσιος θάνατος από ασιτία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • Λέρμοντοφ, Μιχαήλ Γιούργιεβιτς — (Mikhail Yuryevich Lermontov, Μόσχα 1814 – Πιατιγκόρσκ, Καύκασος 1841). Ρώσος ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν απόστρατος λοχαγός. H μητέρα του, μια πλούσια κληρονόμος, πέθανε όταν ο Λ. ήταν τριών χρόνων, με… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»